- φραγκόσυκο
- το бот. плод опунций
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φραγκόσυκο — το, Ν βοτ. ο εδώδιμος καρπός τής φραγκοσυκιάς, αλλ. αραπόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. Φράγκος) + σύκο. Κατ άλλη άποψη, το α συνθετικό τής λ. ανάγεται στον τ. φραγή «φράχτης» λόγω τού ότι το δέντρο φυτεύεται στους φράχτες με παρετυμολ.… … Dictionary of Greek
φραγκόσυκο — το ο καρπός της φραγκοσυκιάς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραγκοσυκιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Opuntia ficus indica τού γένους κάκτων οπούντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκόσυκο + κατάλ. ιά (πρβλ. μηλ ιά)] … Dictionary of Greek
Μουστάκας, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1883 – Αίγυπτος 1926). Ηθοποιός του θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή σε ηλικία 17 ετών και από τότε διακρίθηκε σε δραματικούς, κυρίως, ρόλους. Έγραψε και μερικά ελαφρά θεατρικά έργα, με κυριότερο Το φραγκόσυκο. Η σύζυγος του Αθανασία… … Dictionary of Greek
αραπόσυκο — το ο καρπός της αραποσυκιάς, το φραγκόσυκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)